μπουχασί

μπουχασί
το
βλ. μπουγασί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουγασί — και μπουχασί και μπουκασ(σ)ί, το (Μ μπουκασ[σ]ί και μποκασ[σ]ί) είδος βαμβακερού ή λινού υφάσματος που έχει συνήθως βαθύ κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bocassin] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”